Άρθρο του Δημήτρη Μυζήθρα*

Τις τελευταίες ημέρες γίναμε μάρτυρες άσκησης βίας, σωματικής και ψυχολογικής, προς μέλη μιας οικογένειας συνδημοτών μας στην Αγία Παρασκευή, από μια ομάδα ανήλικων κακοποιών. Το εντυπωσιακό της υπόθεσης είναι ότι κάποιοι εκπλήσσονται για την πρώιμη στροφή των νέων στη βία και κάποιοι περισσότεροι σοκάρονται, γιατί τα περιστατικά χτυπούν πλέον την πόρτα μας.

Αν και παρόμοια συμβάντα έχουν επαναληφθεί στο παρελθόν, ακόμα και το μακρινό, αυτά αφορούσαν περιορισμένες περιοχές της χώρας, όπου η γενική παραβατικότητα πάντα ήταν αυξημένη. Δυστυχώς, πλέον η νεανική παραβατικότητα επηρεάζει τη ζωή στα βόρεια και ανατολικά προάστεια της Αθήνας, πράγμα αναμενόμενο δεδομένων των σημερινών κοινωνικών συνθηκών.

Προτού ασκήσουμε σκληρή κριτική στους νέους, καλό θα ήταν να θυμηθούμε ότι οι σημερινοί ανήλικοι δεν έχουν δει μια άσπρη μέρα. Από τη στιγμή που άνοιξαν τα μάτια τους, η χώρα βρίσκεται σε κρίση, οικονομική, υγειονομική, αλλά πρωτίστως αξιών. Η καθημερινή ψυχολογική βία που ασκεί στον εργαζόμενο ο φόβος απώλειας εισοδήματος, με επακόλουθη απώλεια στέγης και αξιοπρέπειας, μεταφέρεται αναπόφευκτα εντός οικογενείας, διαταράσσοντας σχέσεις, αξίες, πρότυπα και δεσμούς. Παράλληλα, λόγω εργασιακών υποχρεώσεων, η παρουσία των γονέων στην οικογένεια είναι εδώ και χρόνια λιγότερο έντονη και ουσιαστική.

Η οικογένεια όμως και στη συνέχεια το σχολείο είναι οι θεσμοί που φέρουν την ευθύνη να διαμορφώσουν σφαιρικά έναν χαρακτήρα με πλήρη γνώση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του ατόμου, αλλά και με κοινωνική συνείδηση. Δυστυχώς, οι ανήλικοι κακοποιοί είναι το αποτέλεσμα της εγκατάλειψης σε πρότυπα και παραινέσεις που δεν έχουν σχέση με την αρμονική συνύπαρξη.

Τα αρνητικά αυτά πρότυπα προέρχονται από τα βάθη της παρακμής ενός κοινωνικοοικονομικού συστήματος, το οποίο δομικά δεν είναι σε θέση να συμπεριλάβει το σύνολο εκείνων που «έχασαν το τρένο» της παιδείας, της προόδου και της κοινωνικής ένταξης. Εντοπίζονται κυρίως σε τμήματα πληθυσμού χαμηλού εκπαιδευτικού και εισοδηματικού επιπέδου, αλλά και σε όσους έχουν επιλέξει να επιβιώνουν εκτός  της παραγωγικής διαδικασίας, καθώς και στο πεδίο της παραοικονομίας και της παραβατικότητας.

Ως διέξοδος, έχει αναπτυχθεί μια υποκουλτούρα, με κυρίαρχη έκφραση τη μουσική, αλλά και τον κινηματογράφο. Οι τέχνες διεγείρουν τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Όταν όμως, στον εύπλαστο νου του νέου αποτυπώνονται μηνύματα και εικόνες που αφορούν τη ζωή στο περιθώριο, με φόνους, βιασμούς, χρήση και εμπόριο ναρκωτικών και κάθε μορφής ανήθικη και παραβατική συμπεριφορά, τότε αρχίζει η εξοικείωση με αυτήν και ο μιμητισμός.

Παράλληλα, η παρανομία συνδέεται με την προβολή ισχύος και την επιβολή της θέλησης, θέλγητρα για κάθε νέο που προσπαθεί να βρει τη θέση του σε αυτόν τον κόσμο. Πρόκειται για δύο «υπερόπλα» στην πρόοδο του ανθρώπου, όταν χρησιμοποιούνται για ειρηνικούς και φιλανθρωπικούς σκοπούς. Όταν όμως αυτά στρέφονται κατά της κοινωνίας, ασκούν δυνάμεις διάσπασης και υποσκάπτεται το κράτος δικαίου.

Όμως ποιος νοιάστηκε για το δίκαιο; Πόσο σέβεται ο μέσος πολίτης το νόμο και πόσο εφικτή πρακτικά είναι η απόλυτη εφαρμογή του; Ποιοι ενδιαφέρονται να οικοδομήσουν ένα περιβάλλον, στο οποίο μπορεί να ευδοκιμήσει η τήρηση του νόμου και η κοινωνική γαλήνη; Οι τοπικοί άρχοντες στην πλειοψηφία τους δεν σχεδιάζουν βιώσιμες πόλεις και μας έχουν καταδικάσει σε καθημερινή ταλαιπωρία, ασχήμια και ψυχολογική φόρτιση. Οι νέοι βιώνουν εντονότερα αυτήν την ασχήμια και κάποιοι την αναπαράγουν.

Χωρίς εύκολη διέξοδο στον αθλητισμό και τον πολιτισμό, την υγιή εκτόνωση, ευγενή άμιλλα και σωστή διάπλαση σώματος και πνεύματος, τους εγκλωβίζουμε σε μια εικονική πραγματικότητα διαφοροποιημένη από την πραγματική ζωή, αλλά εξαιρετικά ρεαλιστική. Με μια μάσκα VR και ακουστικά, οι νέοι μας απομονώνονται για ώρες, ατομικά ή ομαδικά, σε έναν κόσμο δικό τους και εξοικειώνονται με συχνά βίαιους κανόνες και ανάλογο κώδικα επικοινωνίας. Όταν δεν υπάρχει ηθικό αντίβαρο και λόγω της εξοικείωσης αυτής, κάποιοι από αυτούς, όλο και συχνότερα, μεταφέρουν τους κανόνες του παιχνιδιού στην πραγματική ζωή με ολέθριες συνέπειες.

Προτού «φορτώσουμε» λοιπόν ευθύνες σε παιδιά που μεγάλωσαν σε ένα άδειο σπίτι, με αστείρευτη και αφιλτράριστη πρόσβαση σε πληροφορίες και επιρροές, καλό θα ήταν να αναλογιστούμε και να αντιληφθούμε τις ευθύνες που έχουν τα «αιώνια παιδιά». Οι επαγγελματίες της πολιτικής και των δημοσίων αξιωμάτων, που αναλαμβάνουν  καθήκοντα μεγαλύτερα από τις δυνατότητες, την αντίληψη και εμπειρία τους, στοχεύοντας στην προσωπική τους ανέλιξη, ενώ αδιαφορούν για τα φλέγοντα ζητήματα της κοινωνίας και το μέλλον της χώρας.

================================================================================================

Δημήτρης Ι. Μυζήθρας

Δημήτρης Ι. Μυζήθρας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977 και κατοικεί στην Αγία Παρασκευή από το 1993.

Μετά την αποφοίτησή του από το 3ο Λύκειο Αγίας Παρασκευής, συνέχισε τις σπουδές του στη σχολή μηχανολογίας του Kingston University, όπου εξειδικεύτηκε με μεταπτυχιακά στα προηγμένα συστήματα παραγωγής. Από το 2003 είναι μέλος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και έκτοτε ασκεί το επάγγελμα του Διπλωματούχου Μηχανολόγου Μηχανικού, ως ελεύθερος επαγγελματίας, αλλά και στελεχώνοντας διευθυντικές θέσεις σε εταιρείες του τεχνικού κλάδου. Σήμερα είναι σύμβουλος για θέματα ενέργειας και αναβάθμισης υποδομών, με έργα στη βιομηχανία και τις μεταφορές.

Ομιλεί την Αγγλική και Γερμανική, είναι κάτοχος πτυχίου χειριστή αεροσκαφών και έχει αρθρογραφήσει επί σειρά ετών για ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα του ειδικού τύπου.

Ως μέλος του Αθλητικού Ομίλου Τοξοβολίας «ΑΧΑΙΟΙ» της Αγίας Παρασκευής έχει συμμετάσχει σε τοπικούς και πανελλήνιους αγώνες, ενώ παράλληλα είναι μέλος της Αερολέσχης Δεκελείας και του Σωματείου Ρουμελιωτών Βόρειας και Ανατολικής Αττικής.

Στις Δημοτικές Εκλογές του 2023 έθεσε υποψηφιότητα για το Δήμο Αγίας Παρασκευής με τη ΝΕΑ ΑΡΧΗ για την ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ και με επικεφαλής συνδυασμού τον Αντιπτέραρχο ε.α. Γεώργιο Οικονόμου.